- Κιμώνειος
- -α, -ο θηλ. και -ος (Α Κιμώνειος, -ον) [Κίμων]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αθηναίο στρατηγό Κίμωνα ή σχετίζεται με αυτόν (α. «Κιμώνειος ειρήνη» β. «ἐν τοῑς Κιμωνείοις ἐρειπίοις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.